- ἐπιδείξῃς
- ἐπιδείκνυμιexhibit as a specimenaor subj act 2nd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
επίδειξης, φαινόμενο της– — Ελληνική απόδοση του οικονομικού όρου demonstration effect. Ο ίδιος όρος αποδίδεται και ως φαινόμενο μίμησηςπροβολής. Στην απόφαση για την κατανομή του εισοδήματος μεταξύ αποταμίευσης και κατανάλωσης (μεταξύ των διαφόρων τύπων καταναλωτικής… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Αθλητισμός — Ο ΑΘΛΗΤΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΟΙ ΟΛΥΜΠΙΑΚΟΙ ΑΓΩΝΕΣ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ Καταγωγή του αθλητισμού και των αγώνων Οι θεωρίες που έχουν διατυπωθεί για την καταγωγή του αθλητισμού και των αγώνων είναι πολλές. Πολλά από τα αθλήματα, όπως το τρέξιμο, το ακόντιο και η… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Ταφικά έθιμα αρχαιότητας — ΤΑΦΗ ΚΑΙ ΤΑΦΙΚΑ ΕΘΙΜΑ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ Στοιχεία για τις ταφικές συνήθειες και πρακτικές του ανθρώπου υπάρχουν ήδη από την Παλαιολιθική εποχή, για τον άνθρωπο του Νεάντερταλ, σε σπήλαια της Ευρώπης και της Ασίας. Οι νεκροί ενταφιάζονταν σε διάφορες … Dictionary of Greek
Ρώμη — I (Rome). Όνομα δύο πόλεων των Η.Π.Α. 1. Πρωτεύουσα της περιοχής Ονέιντα, της Πολιτείας της Ν. Υόρκης (44 350 κάτ.). Είναι χτισμένη στις όχθες του ποταμού Μόουχωκ, βορειοδυτικά της Ούτικα. Πρόκειται για βιομηχανικό κέντρο και σιδηροδρομικό κόμβο… … Dictionary of Greek
ισχυροπαίκτης — ἰσχυροπαίκτης, ὁ (Α) αυτός που εμφανίζεται σε θεάματα επίδειξης σωματικής ρώμης … Dictionary of Greek
καμπαναριό — Πυργίσκος εκκλησίας, στην οροφή του οποίου είναι κρεμασμένη/ες η/οι καμπάνα/ες· κωδωνοστάσιο. Ως αρχική μορφή το κ. πιθανολογείται ότι αποτελεί τη συνέχεια των αμυντικών ρωμαϊκών πύργων· ωστόσο, με την πάροδο των αιώνων απέκτησε διαφορετική… … Dictionary of Greek
πορνεία — Με τον όρο αυτό χαρακτηρίζεται η, κατόπιν χρηματικής αμοιβής, σεξουαλική επαφή ενός ατόμου με άλλο άτομο του ίδιου ή αντίθετου φύλου. Τα άτομα που ασκούν την π., σπάνια επιλέγουν τους «πελάτες» τους, οι οποίοι και αν δεν τους είναι εντελώς… … Dictionary of Greek
πόχηρος — ο, Ν 1. ο χήρος 2. παροιμ. «τού ποχήρου ο γάμος δεν αργεί» λέγεται προκειμένου να δηλώσει την έλλειψη επίδειξης και πομπής σε γάμους χήρων. [ΕΤΥΜΟΛ. < απόχηρος «χήρος», με σίγηση τού αρκτικού α ] … Dictionary of Greek
ρώμη — I (Rome). Όνομα δύο πόλεων των Η.Π.Α. 1. Πρωτεύουσα της περιοχής Ονέιντα, της Πολιτείας της Ν. Υόρκης (44 350 κάτ.). Είναι χτισμένη στις όχθες του ποταμού Μόουχωκ, βορειοδυτικά της Ούτικα. Πρόκειται για βιομηχανικό κέντρο και σιδηροδρομικό κόμβο… … Dictionary of Greek
στόμφος — ο, ΝΜΑ επιτηδευμένος λόγος, πομπώδης έκφραση που δείχνει αλαζονεία ή τάση επίδειξης, μεγαλαυχία, μεγαληγορία αρχ. 1. το γεμάτο στόμα, το μπουκωμένο έτσι ώστε να φουσκώνουν τα μάγουλα 2. το υψηλό και μεγαλοπρεπές ύφος τού λόγου, όπως στην τραγωδία … Dictionary of Greek